Τελευταία νέα
ΑρχικήΣτήλεςΆρθραΝομοσχέδιο 'περιβαλλοντικής αναστάτωσης'

Νομοσχέδιο 'περιβαλλοντικής αναστάτωσης'

Η προστασία των πυρήνων βιοποικιλότητας και η επείγουσα αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης είναι πλέον ζητήματα ζωής που κάθε κυβέρνηση πρέπει να τα αντιμετωπίζει με ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και της αλληλεγγύης ώστε να επιτυγχάνονται οι ισχυρότερες δυνατές συναινέσεις και οι καλύτερες λύσεις προς όφελος της υγείας των ανθρώπων και του κοινού μας σπιτιού, του πλανήτη.

Λίγες μέρες πριν μπούμε όλοι σε κατ’οίκον απομόνωση, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) ανακοίνωσε τις νομοθετικές του κατευθύνσεις  για καυτά κεφάλαια περιβαλλοντικής και ενεργειακής πολιτικής. Αυτές αφορούντις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, τους δασικούς χάρτες και τα αυθαίρετα, καθώς και τη διαχείριση αποβλήτων.

Οι ρυθμίσεις που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το υπουργείο φέρνουν μεγάλη αναστάτωση στα περιβαλλοντικά πράγματα, καθώς προμηνύουν σημαντική επιδείνωση σε καίρια πεδία περιβαλλοντικής πολιτικής.

Ειδικότερα:

Το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου αφορά στις διαδικασίες έγκρισης των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) και την έκδοση περιβαλλοντικών όρων. Το υπουργείο επιχειρεί σοβαρές αλλαγές στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, μέσω της ενεργοποίησης του θεσμού των ιδιωτών αξιολογητών των περιβαλλοντικών μελετών,  της σύντμησης των απαιτούμενων χρόνων γνωμοδότησης από δημόσιες υπηρεσίες και της συρρίκνωσης του περιεχομένου των φακέλων αδειοδότησης. Ουσιαστικά, οι προτεινόμενες μεταβολές υπονομεύουν σοβαρά την ουσία της διαδικασίας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την καλή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Το κυριότερο όμως, είναι ότι σχεδόν εκμηδενίζουν τον ρόλο της δημόσιας διοίκησης, ως εγγυήτριας της καλής εφαρμογής των κανόνων και της εκ των προτέρων εξέτασης των πιθανών επιπτώσεων ενός νέου έργου ή δραστηριότητας στη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα και το κλίμα.

Στη συνέχεια, το νομοσχέδιο αλλάζει άρδην τη διακυβέρνηση των προστατευόμενων περιοχών, επιχειρώντας μια – κατ’αρχάς καλοδεχούμενη, στην πραγματικότητα όμως δομικά χωλή- συγκέντρωση του συστήματος διοίκησης. Η προτεινόμενη υπαγωγή των σχημάτων διοίκησης σε ένα ενιαίο νομικό πρόσωπο, τον λεγόμενο “Οργανισμό φυσικού περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής” (ΟΦΥΠΕΚΑ), ως αποκεντρωμένων μονάδων του, θα έχει μεν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση σημαντικών πόρων που τώρα δαπανώνται για καθαρά διοικητικές λειτουργίες των φορέων διαχείρισης, όμως δεν προσφέρει καμία εγγύηση αναβάθμισης του έργου που σήμερα επιτελούν οι  φορείς αυτοί. Τόσο η αδύναμη δομή και η ισχνή εξουσία του ίδιου του ΟΦΥΠΕΚΑ, όσο κυρίως και η αποψιλωμένη εκδοχή των αρμοδιοτήτων που μεταφέρονται από τους σημερινούς φορείς διαχείρισης στις νέες προτεινόμενες μονάδες, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για ενίσχυση του συστήματος διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών και κατ’επέκταση για αποτελεσματική προστασία της ζωής που φιλοξενούν οι εν λόγω περιοχές. Σημαντικότερα προβλήματα είναι η αφαίρεση της αρμοδιότητας έκφρασης γνώμης για υπό αδειοδότηση έργα και δραστηριότητες (ήδη αδύναμη και χρήζουσα ενίσχυσης στο ισχύον σύστημα), η απουσία μέριμνας για τη φύλαξη, και βεβαίως η απογοητευτική αποδυνάμωση της τοπικής συμμετοχής που πρέπει επιτέλους να αντιμετωπιστεί ως θεμελιώδες συστατικό για τη βιώσιμη διοίκηση των πυρήνων βιοποικιλότητας της χώρας.

Ειδικά όσον αφορά στο μοντέλο των φορέων διαχείρισης, που με δυσκολίες λειτουργεί από το 2003, αυτό αντιμετωπίζει μεν την πάγια πολιτική αδιαφορία και την έλλειψη κεντρικού συντονισμού και καθοδήγησης, όμως έχει προσφέρει σημαντικό έργο για την αναχαίτιση απειλών και την ουσιαστική προστασία της βιοποικιλότητας. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασης των φορέων διαχείρισης με άλλο σύστημα θα πρέπει να προσφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα και να ενισχύει την ουσιαστική τοπική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Με άλλα λόγια, το σύστημα που προωθεί το ΥΠΕΝ δεν βελτιώνει τα πράγματα, αλλά αντίθετα αποδυναμώνει σημαντικές λειτουργίες που θα έπρεπε να θωρακίζονται και να ενισχύονται περαιτέρω ως περιβαλλοντικό κεκτημένο.

Το νομοσχέδιο ορίζει επίσης, συγκεκριμένες ζώνες που θα εξειδικεύονται και θα οριοθετούνται από τα διατάγματα ίδρυσης προστατευόμενων περιοχών. Πρόκειται για μια ακατανόητης χρησιμότητας αλλαγή των κατηγοριών προστασίας που ισχύουν από το 1986 μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάργηση των κατηγοριών “περιοχές προστασίας της φύσης” και “περιφερειακά πάρκα”, η οποία όχι μόνο δεν συμβάλλει στην περαιτέρω  βελτίωση του μέχρι τώρα ισχύοντος συστήματος, αλλά αντίθετα αποδυναμώνει κι άλλο την προστασία της βιοποικιλότητας στις εν λόγω περιοχές.

Ειδικότερα, με την κατάργηση της κατηγορίας “περιφερειακά πάρκα”, το νέο νομοσχέδιο υποτιμά τη μοναδική αξία που έχουν οι  οικοσυστημικές υπηρεσίες των περιοχών αυτών σε αστικούς πληθυσμούς ή ως αγροτικά τοπία. Έτσι, για παράδειγμα, ορεινοί όγκοι γύρω από αστικά κέντρα θα μπορούσαν να χαρακτηρίζονται ως “περιφερειακά πάρκα” (άσχετα από το εάν είναι περιοχές ενταγμένες στο δίκτυο Natura 2000), ενώ εμβληματικές περιοχές μεγάλης οικολογικής αξίας, όπως ο Όλυμπος ή περιοχές που προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις, όπως οι υγρότοποι Ραμσάρ, δεν θα μπορούσαν παρά να χαρακτηρίζονται ως τίποτα λιγότερο από εθνικά πάρκα, με εκτεταμένες ζώνες απόλυτης προστασίας της φύσης.

Η πιο κρίσιμη μεταβολή που επιχειρείται με το νομοσχέδιο είναι ο ορισμός των χρήσεων γης που θα επιτρέπονται ανά ζώνη προστασίας. Αν και επί της αρχής αυτή η προσπάθεια μπορεί να φέρει μια συστηματοποίηση που θα συμβάλει στη σαφήνεια των μέτρων προστασίας ανά περιοχή, οι ίδιες οι χρήσεις που εισάγει το νομοσχέδιο είναι ανησυχητικά επιβαρυντικές για την καλή κατάσταση διατήρησης των προστατευτέων οικολογικών χαρακτηριστικών των περιοχών αυτών.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως κατά τη δύσκολη αυτή και πρωτοφανή περίοδο που βιώνουμε όλοι, όπου η πανδημία θερίζει ανθρώπινες ζωές και γονατίζει εθνικές οικονομίες, αλλά και που οι περιβαλλοντικές κρίσεις που εκδηλώνονται παράλληλα (π.χ. κλιματική κρίση,  δραματική απώλεια φυσικών συστημάτων και βιοποικιλότητας), δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για υποτίμηση της ανάγκης θωράκισης του κοινού συμφέροντος. Η προστασία των πυρήνων βιοποικιλότητας και η επείγουσα αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης είναι πλέον ζητήματα ζωής που κάθε κυβέρνηση πρέπει να τα αντιμετωπίζει με ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και της αλληλεγγύης ώστε να επιτυγχάνονται οι ισχυρότερες δυνατές συναινέσεις και οι καλύτερες λύσεις προς όφελος της υγείας των ανθρώπων και του κοινού μας σπιτιού, του πλανήτη.

Δείτε εδώ τα αναλυτικά σχόλια που κατέθεσε το WWF Ελλάς στη διαβούλευση.

Η Θεοδότα Νάντσου γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα και σπούδασε φιλοσοφία, με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στην περιβαλλοντική ηθική, στο Πανεπιστήμιο Λάνκαστερ της Βρετανίας. Από το 1990 ασχολείται ενεργά με το χώρο των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Από το 1991 ξεκίνησε να συνεργάζεται εθελοντικά με το “νεογέννητο” τότε γραφείο του WWF στην Ελλάδα. Από το 1993 είναι μόνιμο στέλεχος του WWF Ελλάς, στο οποίο έχει αναλάβει το συντονισμό του τομέα περιβαλλοντικής πολιτικής. Έχει γράψει και δημοσιεύσει στον έντυπο Τύπο, σε επιστημονικές επιθεωρήσεις και συλλογικούς τόμους πολλά άρθρα και παρεμβάσεις για ζητήματα περιβαλλοντικής πολιτικής.

Ιστοσελίδα | + Άρθρα
19/03/2024
15/03/2024
14/03/2024
13/03/2024
12/03/2024
11/03/2024