Τελευταία νέα
ΑρχικήΣτήλεςΆρθραΕλλάδα και εναλλακτικές μορφές τουρισμού

Ελλάδα και εναλλακτικές μορφές τουρισμού

Γύρω από τη λέξη γαστρονομία υπάρχει σύγχυση, καθώς πιθανότατα επικρατεί η αντίληψη ότι αναφέρεται στην προσφορά πρωτότυπου και σίγουρα ακριβού φαγητού. Με τον όρο γαστρονομία όμως, νοείται η τέχνη της παρασκευής καλού και νόστιμου φαγητού. Το νόστιμο φαγητό, δεν προσφέρεται μόνο στα πολύ καλά εστιατόρια αλλά μπορεί να προσφερθεί σε κάθε χώρο εστίασης, από μια μέση ταβέρνα μέχρι ένα εστιατόριο πολυτελούς ξενοδοχείου.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη τον ποιοτικό τουρισμό, που θα βασίζεται στις αρχές της αειφορίας, δημιουργώντας ένα παράλληλο αλλά και εξειδικευμένο τουριστικό προϊόν, το οποίο θα αναδεικνύει το ιδιαίτερο και αυθεντικό της πρόσωπο. Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού εισάγουν την μορφωτική εμπειρία στη θέση της επιδερμικής επαφής με το «ξένο» στοιχείο, λαμβάνουν υπόψη τη φέρουσα ικανότητα του επισκέπτη εξατομικεύοντας τις ταξιδιωτικές προτάσεις, αρνούνται τη δημιουργία μηχανισμών περιφρούρησης του τουρίστα μέσω της διαμόρφωσης γυάλινων πύργων. Ο περιβαλλοντικός, αγροτικός, αθλητικός, θρησκευτικός, πολιτιστικός, ο τουρισμός με μορφές εθελοντισμού καθώς και ο γαστρονομικός τουρισμός, επιχειρούν την επαναπροσέγγιση και ζεύξη της τουριστικής εμπειρίας με άλλες, παραγωγικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες.
 
Γαστρονομικός τουρισμός
 
1. Τι σημαίνει γαστρονομία
Γύρω από τη λέξη γαστρονομία υπάρχει σύγχυση, καθώς πιθανότατα επικρατεί η αντίληψη ότι αναφέρεται στην προσφορά πρωτότυπου και σίγουρα ακριβού φαγητού. Με τον όρο γαστρονομία όμως, νοείται η τέχνη της παρασκευής καλού και νόστιμου φαγητού. Το νόστιμο φαγητό, δεν προσφέρεται μόνο στα πολύ καλά εστιατόρια αλλά μπορεί να προσφερθεί σε κάθε χώρο εστίασης, από μια μέση ταβέρνα μέχρι ένα εστιατόριο πολυτελούς ξενοδοχείου. Στην πράξη, η γαστρονομία περιλαμβάνει το συνδυασμό καλού φαγητού με καλό κρασί ή άλλα ποτά και δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη μαγειρική αλλά επεκτείνεται σε μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι ήδη γνωστό ότι η παρασκευή φαγητού διαφέρει από χώρα σε χώρα αλλά ακόμη και από περιοχή σε περιοχή της ίδιας χώρας, αφού αντανακλά τις ιδιαίτερες γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες, την αγροτική παραγωγή, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό κάθε τόπου. Έτσι συχνά, αυτός που ενδιαφέρεται για τη γαστρονομία ενδιαφέρεται και για την ιδιαιτερότητα του τόπου και εμπλέκεται σε διάφορες δραστηριότητες, όπως η ενασχόληση με τα χαρακτηριστικά τοπικά προϊόντα, η αναζήτηση πληροφοριών γύρω από αυτά κ.λ.π.
 
2. Ποιά είναι η σχέση της γαστρονομίας με τον τουρισμό;
Η σχέση της γαστρονομίας με τον τουρισμό είναι αρκετά σύνθετη, αφού το φαγητό υπεισέρχεται στην ταξιδιωτική εμπειρία με διαφόρους τρόπους.
 
Πιο συγκεκριμένα: 
• Η προσφορά καλής κουζίνας αποτελεί απόλαυση, εμπειρία, τμήμα της πολιτιστικής ταυτότητας ενός τόπου και συνεπώς, μια σημαντική πηγή ικανοποίησης για κάθε τουρίστα, ανεξάρτητα εάν έχει ή δεν έχει κάποιο ειδικό ενδιαφέρον για τη γαστρονομία. 
• Αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των καταναλωτών που επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για την τοπική γαστρονομία, χωρίς απαραίτητα αυτό να αποτελεί το κύριο ταξιδιωτικό τους κίνητρο.
• Υπάρχουν τουρίστες που έχουν ως αποκλειστικό ταξιδιωτικό κίνητρο την άσκηση δραστηριοτήτων γαστρονομικού ενδιαφέροντος. Αυτή η μορφή τουρισμού ορίζεται ως γαστροτουρισμός. Οι «γαστροτουρίστες» ταξιδεύουν με σκοπό να ανακαλύψουν νέες γεύσεις και να απολαύσουν τοπική ή/και υψηλού επιπέδου γαστρονομία, εμβαθύνοντας παράλληλα στην ιστορία και τις παραδόσεις του προορισμού. Εξειδικευμένες επιχειρήσεις (θεματικοί tour operators, ειδικευμένα ξενοδοχεία κ.λ.π.) καλύπτουν αυτή την αυξανόμενη ζήτηση για γαστρονομικά ταξίδια.
 • Ορισμένες μορφές τουρισμού, όπως ο τουρισμός ευεξίας και ο αγροτουρισμός, προάγουν την ενασχόληση με πτυχές της γαστρονομίας π.χ. με την προσφορά διαιτητικής κουζίνας, την προβολή της υγιεινής διατροφής και την καλλιέργεια τοπικών προϊόντων. Συνεπώς η γαστρονομία υπεισέρχεται με διττό τρόπο στη συζήτηση για τον τουρισμό, αναβαθμίζει την ταξιδιωτική εμπειρία για όλους ανεξαιρέτως τους τουρίστες. 
• Ελκύει εύπορους, ειδικού ενδιαφέροντος τουρίστες, τους γαστροτουρίστες.
 
3. Γιατί ωφελεί τον τουρισμό η αναβάθμιση της γαστρονομικής προσφοράς; 
Η προσφορά μιας προσιτής και καλής κουζίνας στους επισκέπτες ωφελεί τον προορισμό ποιοτικά και ποσοτικά. Η δοκιμή της τοπικής κουζίνας συνεπάγεται ταυτόχρονα δοκιμή του διαφορετικού, μύηση σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Μέσα από τη γαστρονομία, η τουριστική εμπειρία εμπλουτίζεται με την ανάδειξη ενός τοπικού «lifestyle» δίνοντας στον προορισμό ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης. Το καλό φαγητό επίσης, αποτελεί κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός προορισμού ως ποιοτικού. Είναι ευνόητο ότι η αντίληψη του τουρίστα για τους ποιοτικούς προορισμούς συγκαταλέγει -μεταξύ άλλων- γενικές υποδομές, καλά ξενοδοχεία, καθαρό περιβάλλον, εξυπηρέτηση και μέρη όπου μπορεί κανείς να απολαύσει καλής ποιότητας φαγητό. Αναμφίβολα, η ποιότητα επιβραβεύεται. Όταν ο τουρίστας διαπιστώσει ότι ένας προορισμός έχει καλό φαγητό, είναι πρόθυμος να δαπανήσει μεγαλύτερα ποσά π.χ. με το να δοκιμάζει περισσότερα εδέσματα στους χώρους εστίασης, με το να αγοράζει γαστρονομικά δώρα κ.ο.κ. Το καλό φαγητό λοιπόν, υποκινεί υψηλότερη τουριστική δαπάνη. Τέλος, έχει διαπιστωθεί ότι η φήμη ενός προορισμού για την καλή κουζίνα του, προσελκύει νέες κατηγορίες τουριστών που έχουν ειδικό ενδιαφέρον για γαστρονομικές δραστηριότητες. 
 
4. Ποιά γαστρονομικά προϊόντα απευθύνονται στην τουριστική αγορά;
Είναι ευνόητο ότι το φαγητό και το ποτό αποτελούν την καρδιά της γαστρονομικής προσφοράς. Για να μπορέσει όμως, ένας προορισμός να ικανοποιήσει γαστρονομικά την τουριστική αγορά χρειάζεται να εμπλουτίσει αυτό το βασικό συνδυασμό. Οι δημοφιλείς γαστρονομικοί προορισμοί σχεδιάζουν ειδικά για τους τουρίστες ένα μίγμα προϊόντων, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων που αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά προϊόντα και πιάτα ενός τόπου, το ταλέντο και τη δημιουργικότητα όσων τα παρασκευάζουν, τη μοναδικότητα και την παράδοση του τόπου, έτσι ώστε να προσφέρουν στον επισκέπτη μια ολοκληρωμένη και αξιομνημόνευτη ταξιδιωτική-γαστρονομική εμπειρία. 
 
Τοπική κουζίνα
Στην Ελλάδα τα εστιατόρια που προσφέρουν καλή τοπική κουζίνα αποτελούν μειοψηφία και δεν είναι πάντοτε εύκολο -ιδίως στις τουριστικές περιοχές- να τα εντοπίσει κανείς. Εξαιρέσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν η Κρήτη, η Θεσσαλονίκη και η Σαντορίνη όπου υπάρχουν συγκριτικά περισσότερα εστιατόρια καλής τοπικής κουζίνας. Στις πλέον πολυσύχναστες περιοχές κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες τα αμιγώς τουριστικά εστιατόρια. Οι αλλοδαποί πελάτες των τουριστικών εστιατορίων έρχονται σε επαφή με μια παραμορφωμένη εικόνα της ελληνικής κουζίνας λόγω της κακής και παραποιημένης γεύσης.
 
Αν συνυπολογίσουμε και τις υψηλές χρεώσεις, την έλλειψη αισθητικής, τους κράχτες και την αγενή συμπεριφορά του προσωπικού, τότε δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε γιατί απογοητεύουμε γαστρονομικά (και όχι μόνο) τους ξένους επισκέπτες.
 
Παραπλήσια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι Έλληνες τουρίστες. Αν και αποφεύγουν τα κλασικά τουριστικά εστιατόρια και αναζητούν πιο παραδοσιακές ταβέρνες, συχνά ανακαλύπτουν ότι και σε αυτές προσφέρεται κουζίνα χαμηλής ποιότητας.
 
Πού οφείλεται όμως το έλλειμμα ποιότητας;
Μα φυσικά στην γενικότερη απουσία επαγγελματισμού και εκπαίδευσης του επιχειρηματία και του προσωπικού, στην ελλιπή στελέχωση, στην τάση για εύκολες παρασκευές, στα χαμηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους υλικά, ενώ δεν λείπουν και οι απάτες, όπου τα κατεψυγμένα θαλασσινά πωλούνται ως φρέσκα ή το κοτόπουλο ορνιθοτροφείου ως κόκορας ελεύθερης βοσκής. 
 
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνήθως, όσο πιο καλή η τοποθεσία, τόσο μεγαλύτερη η απάτη, τόσο πιο κακό το φαγητό. Δυστυχώς, ακόμη και σε περιοχές με εξαιρετικό πλούτο παραδοσιακών συνταγών και με ξεχωριστά τοπικά προϊόντα, ελάχιστοι είναι οι εστιάτορες που νιώθουν πρεσβευτές της τοπικής γαστρονομίας, με αποτέλεσμα ο Έλληνας και ξένος επισκέπτης να δυσκολεύεται να ανακαλύψει τις τοπικές γεύσεις.
 
Τουρισμός και μάρκετινγκ
Ο όρος «μάρκετινγκ θέσης», γνωστός και ως «μάρκετινγκ προορισμού», αποτελεί μια πρακτική εφαρμογής διαφόρων στρατηγικών μάρκετινγκ και branding σε περιοχές, πολιτείες, πόλεις και έθνη.
 
Με το μάρκετνγκ θέσης είναι πλήρως ενσωματωμένο σε αυτό «η θέση ταυτότητα» ή πώς ο τόπος θέλει να γίνει αντιληπτός από τους άλλους. 
 
Η «θέση ταυτότητα» είναι το άθροισμα των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν τον κάθε τόπο από τα άλλα μέρη. Η εικόνα μιας περιοχής αντίθετα είναι το αποτέλεσμα του μάρκετινγκ θέσης (Kotler, Bowen and Makens, 2006). 
 
Ο Jenkins (1999), δηλώνει ότι η παρουσία εικόνων δεν είναι μόνο σημαντική για τη πληρότητα του τουριστικού μάρκετινγκ, αλλά είναι ζωτικής σημασίας αν ένας προορισμός θέλει να δημιουργήσει και να επικοινωνήσει με επιτυχία μια συγκεκριμένη εικόνα προορισμού. 
 
Σύμφωνα με τον Papen (2005), “οι εικόνες τροφής μπορούν να μεταφέρουν πολλά μηνύματα μέσα από το μάρκετινγκ ενός προορισμού, όπως μηνύματα για τον τρόπο ζωής, την αυθεντικότητα, τη πολιτιστική ταυτότητα, τη κοινωνική κατάσταση, κλπ.” Οι εικόνες των τροφίμων χρησιμοποιούνται στο τουριστικό μάρκετινγκ με τους ακόλουθους τρόπους (Hjajager και Corigliano, 2000).
 
Συμπληρωματικά: τα τρόφιμα χρησιμοποιούνται ως μέσα προσέλκυσης σε φυλλάδια, βίντεο και τηλεοπτικές εκπομπές.
 
Καταγραφικά: έχει καταβληθεί εντατική προσπάθεια για τη δημιουργία νέων τουριστικών προϊόντων και εμπειριών η οποία απευθύνεται σε επισκέπτες των οποίων το κύριο ενδιαφέρον είναι η κουλτούρα των τροφίμων και της κατανάλωσης.
 
Επιφανειακά: στη περίπτωση αυτή τα τρόφιμα χρησιμοποιούνται ως έμμεση στήριξη για να βελτιώσουν την ατμόσφαιρα που παρουσιάζεται, αλλά οι εικόνες που απεικονίζονται δεν θεωρούνται το επίκεντρο του θέματος.

Διαφοροποιημένα: όπου οι εικόνες τροφίμων που εμφανίζονται δεν έχουν καμία σχέση με το μήνυμα που πρέπει να σταλεί αλλά εκφράζουν ότι ο προορισμός δεν προσφέρει. 

 
Οι αγοραστικές συνήθειες των τουριστών μπορεί να επηρεαστούν θετικά από την κατανάλωση τοπικών τροφίμων μέσω ενός ενεργού μάρκετινγκ τροφών (Okumus και McKercher, 2007) αν και πολλές φορές πολλοί από εκείνους που χρησιμοποιούν τα τρόφιμα στις εκστρατείες μάρκετινγκ δεν το κάνουν με τον σωστό τρόπο ώστε να διαφαίνεται η προστιθέμενη αξία τους στις εκστρατείες προώθησης του τουρισμού. Σύμφωνα με τον Robinson (2008), υπάρχει ένας κίνδυνος με την τοπική διατροφή καθώς μερικά από τα κύρια μηνύματα μπορεί να χαθούν στην πορεία ή να συγχέονται με άλλα έργα. 
 
 
 
Η Παρασκευή Μαντίκου γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη της Αμερικής. Έχει μεγαλώσει στη Ρόδο. Έχει σπουδάσει στην ΑΣΤΕΡ Ρόδου. Συμμετείχε σε πρόγραμμα ERASMUS (ανταλλαγή σπουδαστών) και με υποτροφία εργάστηκε 3 μήνες στο Bath της Αγγλίας. Τελειώνοντας την ΑΣΤΕΡ, πήγε στο Università per Stranieri για την εκμάθηση της γλώσσας. Στη συνέχεια στο Klausenhof στην Κολωνία, επίσης για την γλώσσα. Έχει δουλέψει στον ξενοδοχειακό κλάδο στους ορόφους και στον επισιτιστικό τομέα. Επίσης, για πολλά χρόνια ήταν υπάλληλος στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Τα τελευταία 9 χρόνια διδάσκει σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
 
 
Η Κατερίνα Αντωνάρα έχει σπουδάσει στην ΑΣΤΕΡ Ρόδου. Έχει πολυετή εργασιακή εμπειρία σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Έχει εργαστεί επίσης ως ωρομίσθια καθηγήτρια στα δημόσια ΙΕΚ Ρόδου. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ωρομίσθια καθηγήτρια στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων.
Ιστοσελίδα | + Άρθρα
19/03/2024
15/03/2024
14/03/2024
13/03/2024
12/03/2024
11/03/2024