Τελευταία νέα
ΑρχικήΤουριστική ΠολιτικήΔιαφήμιση & ΠροβολήΙΤΕΠ: Χρειάζεται ολοκληρωμένη αναπτυξιακή τουριστική πολική
Eτήσια έκθεση για την πορεία του ελληνικού τουρισμού

ΙΤΕΠ: Χρειάζεται ολοκληρωμένη αναπτυξιακή τουριστική πολική

Στην πρόσφατη εκδήλωση του ΞΕΕ παρουσιάστηκε η πρώτη ετήσια Έκθεση Τουρισμού από το ΙΤΕΠ, η οποία αναφέρεται στην πορεία του ελληνικού και παγκόσμιου τουρισμού το 2009. Η Έκθεση αναφέρεται επίσης στις επενδύσεις που αναλήφθηκαν τα τελευταία χρόνια από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, στην αξιοποίηση της…

Στην πρόσφατη εκδήλωση του ΞΕΕ παρουσιάστηκε η πρώτη ετήσια Έκθεση Τουρισμού από το ΙΤΕΠ, η οποία αναφέρεται στην<...> πορεία του ελληνικού και παγκόσμιου τουρισμού το 2009. Η Έκθεση αναφέρεται επίσης στις επενδύσεις που αναλήφθηκαν τα τελευταία χρόνια από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, στην αξιοποίηση της τουριστικής δυναμικότητας, στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού και τέλος στα μέτρα που υιοθετήθηκαν από τη χώρα μας και άλλες χώρες για τη στήριξη του τουρισμού εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Επιτελική σύνοψη (αποσπάσματα)
(…) Όπως έχει ήδη τονιστεί, ο παγκόσμιος τουρισμός είναι ένας από τους κλάδους που έχουν επηρεαστεί άμεσα από την οικονομική κρίση: η τουριστική ζήτηση το 2008 μειώθηκε αισθητά, με τις διεθνείς τουριστικές αφίξεις να αυξάνονται μόνο κατά 2%, έναντι του 6,1% που ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης κατά το 2007. Σε αυτό το κλίμα, τουρίστες και επιχειρήσεις δημιουργούν νέες τάσεις. Οι μεν πρώτοι μειώνουν την απόσταση και τη διάρκεια παραμονής τους στον προορισμό και επιλέγουν χώρες με ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία που προσφέρουν καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τα προβλήματα της μειωμένης ζήτησης και της δυσκολίας στη χρηματοδότηση και σε αυτό το πλαίσιο αναγκάζονται να αναθεωρήσουν πρακτικές και αντιλήψεις του παρελθόντος και να επανεξετάσουν τη σύνθεση και το μέγεθος των δαπανών τους.

Οι αρχικές προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (01/2009) για το 2009 έκαναν λόγο για μείωση της τουριστικής ζήτησης της τάξης του -2%-0%. Οι εν λόγω προβλέψεις προφανώς είχαν διατυπωθεί σε μία περίοδο κατά την οποία –εξαιτίας της οικονομικής κρίσης- είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό η οικονομική δυνατότητα και άρα ο τρόπος που πραγματοποιεί κανείς τις διακοπές του, αλλά όχι και η σωματική ακεραιότητα των τουριστών. Δεδομένης, όμως, της εμφάνισης της γρίπης Η1Ν1, που έχει λάβει πλέον διαστάσεις επιδημίας, οι νεότερες εκτιμήσεις είναι περισσότερο δυσοίωνες, κάνοντας λόγο για μείωση κατά 4%-6%.

Κατά το πρώτο επτάμηνο του 2009, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις μειώθηκαν κατά 7%, με όλους τους μήνες να σημειώνουν αρνητική επίδοση σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Στην EU-27 η μείωση στις διανυκτερεύσεις κατά το α` εξάμηνο κινήθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα (-7,4%), παρόλο που η ποσοστιαία μεταβολή του πλήθους των ταξιδιών ανήλθε στο +0,5%. Τα έσοδα έχουν επίσης πληγεί, σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αφίξεις, αφού παραδοσιακά οι τουρίστες σε τέτοιες καταστάσεις τείνουν να περικόπτουν τις δαπάνες τους και τη διάρκεια παραμονής τους και να επιλέγουν -αν όχι τον εσωτερικό τουρισμό- κοντινούς προορισμούς.

Ειδικότερα για τις τουριστικές αγορές που αφορούν άμεσα την Ελλάδα προκύπτει πως η Γερμανική αγορά προέβη σε μείωση τόσο του πλήθος των ταξιδιών της, όσο και της διάρκειας διαμονής της, η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται σε δυσμενή θέση, εξαιτίας κυρίως της μείωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας σε σχέση με το ευρώ, η ιταλική αγορά προτιμά τα μεγάλης διάρκειας ταξίδια σε εξωτικούς και μακρινούς προορισμούς, ενώ η Ρώσικη αγορά, παρά την πρωτοφανή ανάπτυξή της κατά τα τελευταία χρόνια, δείχνει από τις αρχές του 2009 σημάδια εξασθένησης.

Σε μία γενικότερη και ποιοτική βάση, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει περισσότερο τον επαγγελματικό και λιγότερο τον τουρισμό αναψυχής, έχει ωθήσει σε μεγαλύτερη μείωση της διάρκειας διαμονής και την τουριστική δαπάνη από τις αφίξεις και έχει επιδράσει δριμύτερα στις δευτερεύουσες (secondary) διακοπές από ότι στις κύριες (main).

Ο ελληνικός τουρισμός είναι ένας πολύ σημαντικός κλάδος δραστηριότητας για την ελληνική οικονομία, με συνολική συμμετοχή στο ΑΕΠ της χώρας που αγγίζει το 16,3% και ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή στην απασχόληση (19,8% άμεσα και έμμεσα). Η ίδια εικόνα παρατηρείται και για την πλειονότητα των ανταγωνιστριών μας χωρών. Εξαίρεση αποτελούν η Ιταλία και η Τουρκία, χώρες που βασίζουν την οικονομική τους ανάπτυξη σε άλλους κλάδους, όπως η βιομηχανία και η ενέργεια.

Σε ό,τι αφορά στις τουριστικές εισπράξεις, αυτές βαίνουν από το 2001 και μετά συνεχώς αυξανόμενες, τόσο για την Ελλάδα, όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, με κοινή, μάλιστα, πορεία και για τις τρεις γεωγραφικές περιοχές. Η πορεία των τουριστικών αφίξεων, παρόλα αυτά, δεν είναι κοινή: η ποσοστιαία μεταβολή στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια τουριστική κίνηση σε επίπεδο αφίξεων είναι τα περισσότερα έτη θετική, ενώ αντίθετα η ελληνική τουριστική κίνηση πέρασε ένα διάστημα (2002-2004) που κινείτο με αρνητικούς ρυθμούς. Το 2005, εντούτοις, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση, εξαιτίας της άριστης διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, που λειτούργησε ως η καλύτερη διαφήμιση για τη χώρα μας. Τη θέση αυτή υποστηρίζει και η πορεία των διανυκτερεύσεων: από το 2004 και μετά παρατηρείται συνεχής αύξηση του εν λόγω μεγέθους, με εξαίρεση το 2008, οπότε σημειώθηκε έντονη κάμψη εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις σε περιφερειακό επίπεδο. Ειδικότερα, στην Κρήτη, μία περιοχή που στηρίζεται πολύ στις αφίξεις Γερμανών και Aγγλων, σημειώθηκε μείωση των αεροπορικών αφίξεων της τάξης του 10,3% (Ιαν. – Οκτ.), ενώ η μείωση των εσόδων σε ορισμένες περιοχές του νησιού έφτασε ή ξεπέρασε ακόμη και το 20%. Στα Ιόνια Νησιά οι συνολικές αεροπορικές αφίξεις της περιόδου Ιαν. – Οκτ. μειώθηκαν κατά 8,9% και στη Χαλκιδική ήταν η πρώτη χρονιά που ο τουρισμός κινήθηκε σε αρνητική τροχιά. Στην Αθήνα οι αεροπορικές αφίξεις μειώθηκαν κατά 7,1%, μία μείωση που δεν αντικατοπτρίζει, ωστόσο, την πραγματική μείωση στους τουρίστες της Αθήνας, αφού ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών αποτελεί διαμετακομιστικό κέντρο που εξυπηρετεί τουρίστες που προωθούνται σε άλλες περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΞΑΑ, πάντως, η μέση πληρότητα το πρώτο 9μηνο του 2009 μειώθηκε κατά 13,62%, 9,26% και 9,25% στα ξενοδοχεία των 5, 4 και 3 αστέρων, ενώ τα έσοδα σημειώνουν μείωση της τάξης του 20% περίπου. Τέλος, η Ρόδος είναι η τουριστική περιοχή με τη μικρότερη μείωση στις αεροπορικές αφίξεις (-2,1%).

Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του αλλοδαπού τουρισμού που επισκέπτεται τη χώρα μας, προκύπτει ότι οι εν λόγω τουρίστες προέρχονται κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Ιταλία και προτιμούν το γ΄ τρίμηνο του έτους για τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Είναι κατά κανόνα άτομα νεαρής ηλικίας, μεσαίας και κατώτερης κοινωνικής και εισοδηματικής τάξης, που ξοδεύουν στη χώρα μας κατά μέσο όρο από 58 έως 67 ευρώ ημερησίως, ενώ ο μέσος αριθμός διανυκτερεύσεών τους στη χώρας μας ανέρχεται σε 11,2 διανυκτερεύσεις, με συνηθέστερη διάρκεια παραμονής τις 7 διανυκτερεύσεις. Συγκρίνοντας τα ευρήματα της εφετινής έρευνας με τα αντίστοιχα του 2008, διαπιστώνεται η αύξηση του ποσοστού των επισκεπτών της χώρας μας που προέρχονται από τις μέσες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις με μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα, και ως εκ τούτου δαπανούν στη χώρα μας ποσά σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με πέρυσι. Προφανώς, στη μείωση της δαπάνης συνέβαλε και η οικονομική κρίση.

Η Ελλάδα διαθέτει 9.554 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 726.546 κλινών (Νοέμβριος 2009), η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είναι ξενοδοχεία κλασικού τύπου (65,8%), κατηγορίας 2** και 3*** αστέρων (45,9% και 22,6%, αντίστοιχα), που λειτουργούν εποχικά (56,0%) και έχουν μέσο μέγεθος 76 κλίνες ανά μονάδα. Διαπιστώνεται ότι υπάρχει μία γενικευμένη υποαπασχόληση της καταλυματικής υποδομής και υπερσυγκέντρωση ξενοδοχειακού δυναμικού σε τέσσερις μόνο περιοχές της χώρας (Κρήτη, νησιά Ν. Αιγαίου, Ιόνια νησιά και Αττική). Η μέχρι σήμερα ασκηθείσα πολιτική επενδυτικών κινήτρων δεν κατάφερε να επιλύσει το πρόβλημα: κατά το διάστημα του Μαΐου 2005 μέχρι τον Ιούλιο του 2008 και μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου 3299/04 ευνοήθηκαν οι ήδη ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές, ενώ οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν κατά κύριο λόγο εκσυγχρονισμό ξενοδοχείου ή ίδρυση και επέκταση των ξενοδοχειακών μονάδων. Ο υπολογισμός της πλεονάζουσας ποσότητας καταλυματικού δυναμικού, αποκαλύπτει ότι το διαθέσιμο καταλυματικό δυναμικό υπερβαίνει το 184,7% της τρέχουσας ζήτησης, χωρίς συνυπολογισμό της ποσότητας κλινών των ενοικιαζόμενων δωματίων. Αυτό σημαίνει ότι η εφικτή παραγωγική δυναμικότητα του αποθέματος ξενοδοχειακών κλινών ανέρχεται σε διανυκτερεύσεις της τάξεως των 182.435.760. Ο αριθμός αυτός είναι ικανός να καλύψει αυξανόμενη ζήτηση δεκατεσσάρων (14) ετών, με μέσο ετήσιο ρυθμό αυξήσεως της τάξεως του 8%!

(…) Το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι παρατηρείται μια κάμψη των οικονομικών τους στοιχείων για το έτος 2008, η οποία αναφέρεται άλλοτε σε μείωση των ρυθμών αύξησης κάποιων στοιχείων των επιχειρήσεων και άλλοτε σε καθαυτή μείωση των απόλυτων μεγεθών των στοιχείων. Η κάμψη φαίνεται να αντανακλά τις πρώτες επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης στον ξενοδοχειακό κλάδο, οι οποίες αναμένεται να αποκαλυφθούν σε μεγαλύτερο βαθμό με τα στοιχεία των λογιστικών καταστάσεων του 2009. Τα οικονομικά αποτελέσματα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αναμένεται επομένως να διαμορφωθούν σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα για το 2009, σε σχέση με τα επίπεδα του 2008.

Το νέο έτος αναμένεται να είναι δύσκολο για τις ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, καθώς θα αντιμετωπίζουν αφενός μια μειωμένη σχετικά τουριστική κίνηση και αφετέρου θα πρέπει να διαχειριστούν μια αρνητική οικονομική κατάσταση δύο ετών, η οποία θα έχει ήδη επηρεάσει αρνητικά τα στοιχεία τους. Αν και σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρούνται ενθαρρυντικά σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας, σε εθνικό επίπεδο φαίνεται ότι το 2010 θα είναι τουλάχιστον εξίσου δύσκολο.

Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα από πλευράς ανταγωνιστικότητας στον κλάδο του τουρισμού και των ταξιδίων στην 24η θέση μεταξύ 133 χωρών, πίσω από την Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρο. Η θέση αυτή δεν είναι ικανοποιητική, κυρίως αν λάβει κάποιος υπόψη του αφενός την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που την προίκισε η ιστορία και αφετέρου τους φυσικούς πόρους του ήλιου και της θάλασσας. Πράγματι, η χώρα μας διαθέτει πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, διαθέτει καλές τουριστικές υποδομές, το κράτος δίνει – θεωρητικά τουλάχιστον – υψηλή προτεραιότητα στον τομέα του τουρισμού, χωρίς όμως να διαθέτει και τους απαραίτητους πόρους για την ανάπτυξή του και οι πολίτες είναι θετικά διακείμενοι έναντι των ξένων τουριστών.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια σειρά από σοβαρούς ανασταλτικούς παράγοντες, που εμποδίζουν την επιχειρηματικότητα στη χώρα μας. Το αυστηρό ρυθμιστικό περιβάλλον, τα εμπόδια στην ανάληψη ξένων επενδύσεων και οι περιορισμοί στην απόκτηση ιδιοκτησίας από ξένους αποτελούν τους ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας στον τουρισμό στην Ελλάδα. Στον τομέα της διαφάνειας η χώρα μας καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις στην Ε.Ε. Είναι ανάγκη επανεξέτασης, λοιπόν, του τρόπου εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη σχέση περιβάλλον και τουρισμός, έτσι ώστε να δημιουργεί τα μικρότερα δυνατά εμπόδια στη λειτουργία των επιχειρήσεων, χωρίς βέβαια να θυσιάζει το επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό αποτέλεσμα.

(…) Οι τιμές και το κόστος αποτελούν συνιστώσα της ανταγωνιστικότητας ενός κλάδου ή της οικονομίας γενικότερα. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος) που βρίσκονται σε καλύτερη θέση στη γενική κατάταξη ανταγωνιστικότητας από τη χώρα μας, κατέχουν τις πρώτες θέσεις από πλευράς ανταγωνιστικότητας τιμών μεταξύ των ανταγωνιστριών χωρών. Ωστόσο, η τιμή καθΆ εαυτή δεν αποτελεί από μόνη της σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά έχει σημασία η σχέση τιμής/ποιότητας. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία γενικότερα, και ο τουρισμός ειδικότερα, πρέπει να προσαρμοστεί στη γενικά αποδεκτή επιλογή της υποκατάστασης του ανταγωνισμού κόστους από τον ανταγωνισμό ποιότητας, χωρίς, βεβαίως, να αγνοούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν το κόστος.

Τέλος, οι ανθρώπινοι πόροι, που απασχολούνται στον τουρισμό, δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και δεν επιμορφώνονται για να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του έντονου ανταγωνισμού που επικρατεί διεθνώς. Σε βαθμό ίσως μεγαλύτερο απΆ ότι αυτό συμβαίνει σε άλλες χώρες, ο ελληνικός τουριστικός τομέας – όπως άλλωστε και ολόκληρη σχεδόν η ελληνική οικονομία – απαρτίζεται από μικρομεσαίες μονάδες . Θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ειδικών προγραμμάτων σπουδών, τα οποία να προσφέρουν ένα μίγμα γνώσεων διοίκησης αλλά και ορισμένων τεχνικών γνώσεων για την παροχή τουριστικών υπηρεσιών. Η ποιοτική αναβάθμιση που θα επιτυγχάνετο με την υιοθέτηση αυτών των προγραμμάτων, θα πρέπει να συνδυασθεί και με σημαντική βελτίωση της ευελιξίας στην λειτουργία της αγοράς εργασίας με τη θέσπιση πρόσφορων κανόνων για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τη μείωση του κόστους κινητικότητας των εργαζομένων κ.ά., ώστε να αρθούν τα εμπόδια που υπάρχουν στις προσλήψεις.

(…) Το ΙΤΕΠ προτείνει στον δημόσιο τομέα να σχεδιάσει και υλοποιήσει μία ολοκληρωμένη αναπτυξιακή τουριστική πολική, με κατεύθυνση την βελτίωση της ολικής ποιότητας και ποικιλίας του τουριστικού προϊόντος, την προώθηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και τη μείωση της εποχικότητας. Προτείνει, επίσης, στον ιδιωτικό τομέα να προβεί στη δημιουργία μονάδων κατάλληλου μεγέθους και κατηγορίας, ανάλογα με το μέγεθος και το πρότυπο ζήτησης κάθε γεωγραφικής περιοχής, στη βελτίωση του μάνατζμεντ για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αλλαγών που σημειώνονται, στην ανάπτυξη καινοτομικών προϊόντων και στην προσφορά προϊόντων των οποίων η τιμή συνάδει με την ποιότητα.

Εκδότρια - Αρχισυντάκτρια - Travel Media Applications | Ιστοσελίδα | + Άρθρα

Η Βίκυ είναι συνιδρυτής της Travel Media Applications και υπεύθυνη για την αρχισυνταξία των TravelDailyNews Greece & Cyprus και TravelDailyNews International.
Στην εταιρεία έχει αναλάβει την οικονομική διεύθυνση.

28/03/2024
27/03/2024
26/03/2024
22/03/2024
21/03/2024
20/03/2024